- περιγέλασμα
- τοη πράξη και το αποτέλεσμα του περιγελώ, εμπαιγμός, περιγέλιο, χλευασμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιγέλασμα — το, Ν [περιγελώ] 1. συμπεριφορά περιφρονητική και κοροϊδευτική σε βάρος κάποιου, χλεύη, εμπαιγμός 2. το αντικείμενο χλευασμού, τής κοροϊδίας, ο περίγελος («έγινε περιγέλασμα τού κόσμου») … Dictionary of Greek
επίσκωψις — ἐπίσκωψις, ἡ (Α) [επισκώπτω] εμπαιγμός, περιγέλασμα … Dictionary of Greek
μυχθισμός — μυχθισμός, ὁ (Α) [μυχθίζω] 1. εκπνοή από τη μύτη με γογγυσμό, στεναγμός, βόγγος 2. μυκτηρισμός, σκώμμα, περιγέλασμα … Dictionary of Greek
περίσυρμα — ύρματος, τὸ, Μ [περισύρω] διασυρμός, χλευασμός, περιγέλασμα … Dictionary of Greek
περιγελαστικός — ή, ό, Ν [περιγελαστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περιγελαστή ή στο περιγέλασμα … Dictionary of Greek
αναγέλασμα — το, ατος περιγέλασμα, εμπαιγμός: Του κόσμου τ αναγέλασμα τον κόσμο αναγέλα (παροιμ. φρ., ο περίγελος του κόσμου περιγελούσε τους άλλους) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπαιγμός — ο 1. χλευασμός, περίπαιγμα, περιγέλασμα. 2. εξαπάτηση, κορόιδεμα, ξεγέλασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίγελος — ο περιγέλιο, περιγέλασμα: Έγινε περίγελος με τα καμώματά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περίπαιγμα — το, ατος ειρωνεία, κοροϊδία, περιγέλασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιγέλιο — το περιγέλασμα, χλευασμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)